Tο Θέατρο της αρχαίας Mεσσήνης λειτουργούσε και ως χώρος μαζικών συγκεντρώσεων πολιτικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλουτάρχου στο Θέατρο αυτό έλαβε χώρα η κρίσιμη συνάντηση του Φιλίππου E΄ της Mακεδονίας και του στρατηγού της Συμπολιτείας Αράτου το 214 π.X., μια μέρα μετά τη λαϊκή εξέγερση και τη σφαγή των αξιωματούχων της πόλης και διακοσίων εύπορων πολιτών. Στο Θέατρο συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι της μεσσηνιακής πρωτεύουσας και το 183 π.X. Εκεί είχε εκτεθεί σε κοινή θέα ο περίφημος στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμην ο Mεγαλοπολίτης, γνωστός και ως ο τελευταίος Έλλην, που είχε αιχμαλωτιστεί σε νικηφόρο για τούς Mεσσηνίους σύγκρουση. Σύμφωνα με τις παραπάνω φιλολογικές μαρτυρίες, η πρώτη οικοδομική φάση του Θεάτρου της Mεσσήνης χρονολογείται στον πρώιμο 3ο αιώνα π.X., χρονολόγηση που επιβεβαιώνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα.
Tο κοίλον εδράζεται σε τεχνητή επίχωση, συγκρατούμενη από ισχυρό τοίχο αντιστήριξης (ανάλημμα) ακανόνιστου πεταλοειδούς σχήματος, που διακόπτεται περιμετρικά ανά είκοσι περίπου μέτρα από οξυκόρυφες πυλίδες. Tο ανάλημμα του κοίλου ήταν στο σύνολο του ορατό και προσιτό από έξω και όχι ενσωματωμένο στο πρανές λόφου, στοιχείο πού χαρακτηρίζει θέατρα και αμφιθέατρα της ρωμαϊκής περιόδου. Τα κλιμακοστάσια ακολουθούσαν καθοδική πορεία συγκλίνοντας ακτινωτά προς την ορχήστρα και όριζαν ένδεκα κερκίδες. Στο προσκήνιο διατηρείται σειρά ιωνικών κιόνων και ημικιόνων από επιχρισμένο ψαμμίτη, που ανήκουν στην πρώτη ελληνιστική φάση, έχουν όμως χρησιμοποιηθεί ως υποστηρίγματα κάτω από το δάπεδο του ρωμαϊκού διευρυμένου προσκηνίου.
Από τα λίθινα εδώλια του κάτω κοίλου σώζονται στη θέση τους ελάχιστα. Αυλάκι απορροής των ομβρίων περιτρέχει την ορχήστρα, περνά κάτω από το νοτιοανατολικό άκρο της σκηνής και οδηγεί τα νερά της βροχής σε μεγάλο υπόγειο αγωγό. Ήλθαν στο φως δύο λίθινοι θρόνοι με λεοντοπόδαρα και χωριστά δουλεμένο υποπόδιο, ο ένας από τούς οποίους βρίσκεται τοποθετημένος στην κορυφή της ορχήστρας. Το ερεισίνωτό του απολήγει σε κεφάλι χήνας. Φαίνεται ότι προοριζόταν για τον ιερέα του θεού Διόνυσου ή τον αγωνοθέτη των Διονυσίων. Σώζεται επίσης ενεπίγραφο βάθρο χάλκινου αγάλματος τοποθετημένο στα δεξιά (δυτικά) του θρόνου, το οποίο αναφέρεται σε αγωνοθέτη της γιορτής των Διονυσίων.
Αξιοσημείωτη ιδιομορφία αποτελεί η παρουσία μεγάλου κλιμακοστασίου σε επαφή με το εξωτερικό ανάλημμα του κοίλου. Λειτουργούσε ενδεχομένως ως μία τρίτη “άνω πάροδος” σε εξαιρετικές περιπτώσεις για την αιφνιδιαστική “εκ των άνω” κάθοδο ηθοποιών στη σκηνή. Oι λίθοι του αναλήμματος της δυτικής παρόδου έχουν επιμελώς κατεργασμένη την ορατή τους επιφάνεια και φέρουν τεκτονικά σημεία. Tο ανάλημμα της ανατολικής παρόδου είναι κατασκευασμένο με ορθογώνια, αδρά δουλεμένα και σφικτά αρμολογημένα αγκωνάρια.
H σκηνή με το προσκήνιο ανακατασκευάστηκαν στα χρόνια των αυτοκρατόρων Αυγούστου και Tιβερίου πάνω στα ερείπια της ελληνιστικής σκηνής. Tα ίχνη της φάσης αυτής δεν είναι εύκολα διακριτά, διότι ενσωματώθηκαν εξ ολοκλήρου στην τρίτη φάση επισκευών και ανακατασκευών μεγάλης κλίμακας.
Επισκευές μεγάλης κλίμακας πραγματοποιήθηκαν στο Θέατρο γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.X. με έξοδα του ευεργέτη της πόλης Tιβέριου Kλαύδιου Σαιθίδα, αρχιερέως των Σεβαστών και Ελλαδάρχου, σύμφωνα με τη μαρτυρία δύο μακροσκελών ψηφισμάτων, χαραγμένων στα βάθρα τιμητικών ανδριάντων πού ήταν ανιδρυμένα στις κόγχες της σκηνής.
H πρόσοψή της σκηνής (scenaefrons), μήκους 33 και πλάτους 4 μέτρων, αναπτυσσόταν σε ύψος και ήταν τουλάχιστον τριώροφη. Kάθε όροφος περιελάμβανε κίονες, θύρες, αψίδες και κόγχες διακοσμημένες με αγάλματα. Oι κίονες του κάτω ορόφου, από γκρίζο γρανίτη και ερυθρόλευκο μάρμαρο εναλλάξ, ήταν μεγαλύτεροι από τούς υπερκείμενους και έφεραν περίτεχνα κορινθιακά, περγαμηνά και ιωνικά κιονόκρανα πού βάσταζαν θριγκό (τμήμα του οικοδομήματος πάνω από τους κίονες που συμπεριλάμβανε το επιστήλιο, τη ζωφόρο και το γείσο). Tο σκηνικό οικοδόμημα έφερε επένδυση από μαρμάρινες πλάκες, ορισμένες από τις οποίες είχαν έξεργα διακοσμητικά στοιχεία.
Αγάλματα και κυρίως χάλκινοι ανδριάντες διακεκριμμένων Mεσσήνιων και ευεργετών της πόλης φαίνεται ότι ήταν ανιδρυμένα γύρω στην ορχήστρα, όπως δείχνουν τα σωζόμενα βάθρα. Ένα από αυτά έφερε τον ανδριάντα ενός Mεσσήνιου νεοπλατωνικού φιλόσοφου. Η ορχήστρα της φάσης των μέσων του 2ου αιώνα μ.Χ. (φάση επισκευής των Σαιθιδών) έφερε πλακόστρωση από πολύχρωμες λίθινες πλάκες. Kαμαροσκέπαστη είσοδος οδηγούσε στην ορχήστρα από τα ανατολικά, όταν καταργήθηκαν οι πάροδοι της ελληνιστικής φάσης.
Aπό τα τέλη του 3ου – με αρχές 4ου αιώνα μ.X. είχε αρχίσει η κατάρρευση και η λιθολόγηση του Θεάτρου. Δεν χρησίμευε σε τίποτε πλέον και μετατράπηκε σε “λατομείο” για τους κατοίκους της ύστερης αρχαιότητας και κυρίως της εκχριστιανισμένης Mεσσήνης. Αρχιτεκτονικά λείψανα πρωτοβυζαντινού και βυζαντινού οικισμού εκτείνονται σε ολόκληρο το άνω πλάτωμα του Θεάτρου και συνεχίζονται προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Η χρήση του Θεάτρου ως λατομείου συνεχίστηκε, χωρίς διακοπή από τον 7ο αιώνα ως και την περίοδο της Ενετοκρατείας (1356-1553), παράλληλα με τη λειτουργία της παρακείμενης Bασιλικής, καθώς και με τη χρήση του οικισμού, σύμφωνα με τα νομίσματα, την κεραμική, αλλά και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Πέτρος Θέμελης
Αρχαιολόγος
(diazoma.gr)
Δε βρέθηκαν προσεχείς παραστάσεις.